- χαλκάνθρωπος
- ὁ, Μ(αλχ.) χάλκινος άνθρωπος.[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)-* + ἄνθρωπος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χαλκάνθρωπος — copper man masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκάνθρωπον — χαλκάνθρωπος copper man masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… … Dictionary of Greek
χαλκ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. χαλκός και δηλώνει ότι η λ. έχει σχέση, αναφέρεται στον χαλκό (πρβλ. χαλκο ειδής, χαλκο πώλης), ενώ σπανιότερα χρησιμοποιείται και μεταφορικά με την έννοια τού… … Dictionary of Greek